Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2021

Μονή του Αγίου Ιωάννη του Καρέα

 Η Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα είναι ιστορική βυζαντινή μονή στην Αττική. Βρ


ίσκεται στις δυτικές πλαγιές του Υμηττού, κοντά στα λατομεία του Καρά, με υψόμετρο: 490μ. στην περιφέρεια του Δήμου Βύρωνα. 

Η ίδρυσή της ανέρχεται κατά πάσα πιθανότητα στον 4ο αιώνα, όπως μαρτυράει ο σωζόμενος επιτύμβιος λίθος με την επιγραφή «ΝΕΙΚΑΓΟΡΗC ΔΙΑΚΟΝΙCCΗΣ». 

Η τάξη των διακονισσών είχε εισαχθεί από τους αποστόλους και καταργήθηκε τον 6ο μ.Χ. αιώνα από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Ά (527 - 565 μ.Χ.). Αρχικά η μονή ήταν πατριαρχικό σταυροπήγιο τιμώμενο στην μνήμη του Αγίου Ιωάννη του βαπτιστή, εγκαταλείφτηκε όμως το 1673. 

Η ίδρυση της μονής ανάγεται στους βυζαντινούς χρόνους. Η πρώτη γνωστή χρονολογία είναι του 1575, όταν η μονή πιθανώς να ανακαινίσθηκε. Μετόχιο της Μονής Καρέα ήταν η μονή των Ασωμάτων Κουκοπούλη στην Αθήνα. Το παλαιό καθολικό της μονής είναι ναός εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο που στηρίζεται σε τέσσερις κίονες και κτίστηκε κατά το τελευταίο τέταρτο του 11ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες σώζονται μόνο στην Πρόθεση, ενώ οι υπόλοιπες έχουν χαθεί. Στο δάπεδο του ναού δεξιά βρίσκεται παλιά επιγραφή που υποδεικνύει την πιθανή ύπαρξη παλαιοχριστιανικού ευκτηρίου οίκου.

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2021

Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πεντέλης


 Η Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πεντέλης γνωστή και ως Μονή Πεντέλης, επειδή βρίσκεται στην Πεντέλη και συγκεκριμένα στη νότια πλευρά του Πεντελικού Όρους, είναι ιστορική ανδρική μονή και σήμερα ανήκει στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών.

Ίδρυση και Ηγουμενία του Άγιου Τιμόθεου

Η Ιερά Μονή Πεντέλης κτίστηκε το 1578 από τον Άγιο Τιμόθεο επίσκοπο Ευρίπου, ο οποίος καταγόταν από την Αττική και είχε φύγει από την έδρα του εξαιτίας διωγμού του από τους Τούρκους. Όταν ο Άγιος Τιμόθεος κατέφυγε στο Πεντελικό όρος το βρήκε να κατοικείται από καταδιωκόμενους εγγράμματους ασκητεύοντες κληρικούς σε σημεία όπου υπήρχε νερό (και υπήρχε σε πολλά μέρη), ώστε να μπορούν να καλλιεργούν μικρούς κήπους. Αφού τους έπεισε να κτίσουν μονή, άρχισαν να ψάχνουν την τοποθεσία στους πρόποδες του όρους. Κάπου λοιπόν παρατήρησαν τα οστά θανόντος ασκητού και μαζί με αυτά μικρή εικόνα της Παναγίας. Εκεί αποφάσισαν να κτίσουν την Μονή. Σύμφωνα με άλλη παράδοση έχει κτιστεί πάνω στα ερείπια του αρχαίου δήμου Πεντέλης της Αντιοχίδος φυλής (μία από τις 10 φυλές της Αρχαίας Αθήνας) και σε ιερό της θεάς Αθηνάς. Στο σχετικά σύντομη περίοδο που ήταν ηγούμενος ο Άγιος Τιμόθεος κτίστηκε μέρος του Καθολικού, η νότια πλευρά της μονής και ο οχυρός πύργος στην κύρια πύλη.

Περίοδος Ηγουμενίας της οικογένειας Δέγλερη

Μετά το 1580 και την αποχώρηση από την Ηγουμενία του Αγίου Τιμόθεου, φέρεται να ξέσπασαν σκάνδαλα και διαμάχες μεταξύ των μοναχών, που προκάλεσαν την παρέμβαση του μητροπολίτη και της δημογεροντίας των Αθηνών. Μετά από αυτό σαν ηγούμενος στη Μονή επιβάλλεται ο ιεροδιάκονος Ιερόθεος Δέγλερης, ο οποίος αργότερα δώρισε την περιουσία του στη Μονή. Στην προσπάθειά του να βάλει τάξη στη μονή συνάντησε αντιδράσεις από την «Αδελφότητα των Πεντελιωτών» που τον θεωρούσαν ξένο. Κατά την Ηγουμενία του κατάφερε να εκδοθεί σιγίλλιο από τον οικουμενικό πατριάρχη Ιερεμία Β’ Τρανό και τη Σύνοδο, το οποίο κήρυττε τη μονή σταυροπηγιακή και ανεξάρτητη από τις παρεμβάσεις της τοπικής εκκλησιαστικής ηγεσίας. Έτσι παρέμεινε έως το τέλος της Τουρκοκρατίας το 1833, με εξαίρεση ένα μικρό διάστημα κάπου μεταξύ 1702 και 1713, που έχασε το σταυροπηγιακό προνόμιο.

Στην προσπάθεια του, ο Ιερόθεος, να επιβληθεί στην μονή κατάφερε να κάνει την Ηγουμενία της κληρονομική, κάτι που ήταν αρκετά ξεχωριστό και έγινε αποδεκτό χωρίς ποτέ να θεωρηθεί η μονή ιδιοκτησία της οικογένειας Δέγλερη αν και αυτό το καθεστώς επικράτησε για περίπου 300 χρόνια, μέχρι το 1884. Βέβαια ο διάδοχος που ήταν ανιψιός του ηγούμενου εισερχόταν και μαθήτευε στη μονή από την ηλικία των 10 με 12 ετών, ώστε να μην είναι άγνωστος και μη αποδεκτός από την κοινότητα των μοναχών.

Η ανατολική πλευρά του καθολικού

Ο Ιερόθεος αυξάνει την περιουσία της μονής αγοράζοντας το κτήμα Βουρβάς στο Μαραθώνα και ο επόμενος ηγούμενος Αρσένιος Α’ Δέγλερης φυτεύει εκατοντάδες ελαιόδενδρα στη περιοχή Ακαμάτικα του Γέρακα. Η δύναμη της μονής αυξάνεται και μαζί οι επεκτατικές της διαθέσεις, που αποτελούν απειλή καταπατήσεων για την γειτονική μικρότερη Μονή Αγίου Νικολάου ΚαλησίωνΚαλλισίων), η οποία καταφέρνει με σιγίλλιο που εκδόθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον Φεβρουάριο του 1602, να συγχωνευθεί με την αρκετά ισχυρή τότε, Μονή Παντοκράτορος Ταώ, γνωστής ως Νταού Πεντέλης.

Μέχρι το 1650 έχει ολοκληρωθεί το βασικό οικοδόμημα της μονής, το Καθολικό έχει αποκτήσει νάρθηκα και αγιογράφηση.

Μετά το 1660, η ηγουμενία της Μονής κατάφερε να πάρει φορολογική απαλλαγή από την μητέρα του σουλτάνου, Τουρχάν Χατιτζέ Σουλτάνα, με αντάλλαγμα την αποστολή στο Γενί Τζαμί της Κωνσταντινούπολης 3.000 οκάδων μελιού ετησίως, που θα διατίθετο στους απόρους πιστούς την περίοδο του ραμαζανιού. Η αποστολή αυξήθηκε σε 4.000 οκάδες μέλι ετησίως, όταν αργότερα στην Μονή Πεντέλης προσαρτήθηκε η Μονή Παντοκράτορος Ταώ. Στο Οικουμενικό Πατριαρχείο έστελνε ετησίως την συμβολική ποσότητα των 25 οκάδων μελιού. Το 1678, επί πατριαρχίας Διονυσίου Δ΄ Μουσελίμη, επισημοποιείται και με πατριαρχικό σιγίλλιο το κληρονομικό δικαίωμα στην ηγουμενία της Μονής από την οικογένεια Δέγλερη και διατηρήθηκε μέχρι το 1884. Τελευταίος ηγούμενος προερχόμενος από την οικογένεια ήταν ο Ιωσήφ Χούντας (1881-1884).

Η μαρμάρινη είσοδος από δυτικά

Το 1680, ανήμερα του Πάσχα, η Μονή Παντοκράτορος Ταώ, δέχεται επιδρομή, πιθανώς από Αλγερινούς πειρατές, πού θανατώνουν σχεδόν το σύνολο των μοναχών της (χάθηκαν 179 μοναχοί). Μετά από αυτή την καταστροφή οι Μονές Ταώ και Αγίου Νικολάου Καλησίων προσαρτώνται στην Μονή Πεντέλης όπως και όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία. Η Μονή στα τέλη του 17ου αιώνα βρίσκεται στην κορύφωση της ακμής της κατέχοντας το μεγαλύτερο μέρος του Πεντελικού, είναι ο μεγαλύτερος μη μουσουλμανικός γαιοκτήμονας της Αττικής, έχει εξασφαλίσει εκκλησιαστική ανεξαρτησία από το Πατριαρχείο και επιπλέον φορολογικές απαλλαγές από την Πύλη.

Στις αρχές του 18ου αιώνα, επί οικουμενικού πατριάρχη Γαβριήλ Γ’ (1702 - 1707), καταργείται το σταυροπηγιακό προνόμιο και η μονή υπάγεται στην μητρόπολη Αθηνών. Είναι ένα μέτρο που ισχύει για όλες τις μονές της Αττικής και αποσκοπεί στην αύξηση των πόρων της μητρόπολης Αθηνών που είχε υποφέρει από την ενετική κατοχή. Λόγω όμως της ευρύτερης εύνοιας που τύχαινε η μονή στις σχέσεις της με την Κωνσταντινούπολη καταφέρνει να εξαιρεθεί από τις υπόλοιπες μονές της Αττικής και αποκτά πάλι το σταυροπηγιακό προνόμιο με σιγίλλιο του πατριάρχη Κύριλλου Δ’ (1711–1713). Αυτή την περίοδο η μονή αποκτά τον Ναό της Αγίας Ειρήνης στην Αθήνα, ο οποίος όμως από το 1716, με σιγίλλιο του οικουμενικού πατριάρχη Ιερεμία Γ’, δεν συμπεριλαμβανόταν στο σταυροπηγιακό προνόμιο της μονής.

Το 1750, ο ηγούμενος Ιερόθεος Β΄ Δέγλερης ασκεί την επιρροή του στους οθωμανούς, ώστε να δοθεί άδεια στην σχολή που είχαν την πρωτοβουλία να ιδρύσουν και να υποστηρίξουν οικονομικά τα αδέλφια Μιχαήλ και Ιωάννης Ντέκας, μαζί με τον ιερομόναχο Βησσαρίωνα Ρούφο.

Και κατά τον 18ο αιώνα η ακίνητη περιουσία της μονής συνεχίζει να αυξάνεται τόσο από νέες αγορές όσο και από δωρεές των πιστών της. Το 1768 ο ηγούμενος Νικηφόρος ανακαινίζει και επεκτείνει την μονή. Πιθανότατα αυτή την περίοδο προστίθεται ο εξωνάρθηκας στο Καθολικό. Επί ηγουμενίας Νικηφόρου αγοράζεται έκταση στο Μεγάλο Βραώνα και στο Χαλάνδρι καθώς και επεκτείνονται τα κτήματα της στο Γέρακα. Το Νοέμβριο του 1797 αποκτάται το κτήμα Αλεγρέζα και τον Απρίλιο του 1800 αγοράζει έκταση με ελαιόδενδρα στο Χαλάνδρι. Αργότερα με ηγούμενο τον Κύριλλο Α’ Δέγλερη (1807-1821) αγοράζεται η Πετρέζα, καθώς και το μεγάλο κτήμα Βελανιδέζα (στα Μεσόγεια), όπου αμέσως φυτεύεται μεγάλος αριθμός ελαιοδέντρων. Ένα από τα σημαντικότερα μετόχια της μονής ήταν αυτό της «Αγίας Δύναμης» στην Αθήνα που είχε υπόγεια κρύπτη η οποία χρησίμευε σε περιόδους ανασφάλειας. Εκείνη την εποχή λόγω της ευρύχωρίας του υπήρξε τόπος προσωρινής διαμονής των χωρικών και κληρικών της Αττικής που επισκέπτονταν την Αθήνα. Στην έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 υπήρξε τόπος διακίνησης πυρομαχικών για τους πρώτους Έλληνες επαναστάτες στην τότε οθωμανική Αθήνα. Σήμερα από το μετόχι αυτό σώζεται το εκκλησάκι Γενέσιον Θεοτόκου (Αγία Δύναμις) στην οδό Μητροπόλεως.

Το μοναστήρι άκμασε τον 17ο αιώνα με περίπου 100 μοναχούς, οι οποίοι ζούσαν κοινοβιακώς και διατηρούσαν πλούσια βιβλιοθήκη. Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρξε κέντρο παιδείας και υπάρχει επισκέψιμος εκθεσειακός χώρος που χαρακτηρίζεται ως "Κρυφό Σχολειό" που συνδέεται ίσως με την παράδοση λειτουργίας άτυπου σχολείου στοιχειώδους εκπαίδευσης εντός του μοναστηριού. Μαζί με τη Μονή Καισαριανής και τη Μονή Πετράκη συνέβαλε στην ίδρυση και συντήρηση της Σχολής Ντέκα το 1750 και της Σχολής Φιλοσοφίας το 1814 στην Αθήνα.

Η μονή πρόσφερε υπηρεσίες στην επανάσταση του 1821 και μοναχοί της έπεσαν μαχόμενοι, ενώ οι Τούρκοι προκάλεσαν βανδαλισμούς και κατέστρεψαν τη βιβλιοθήκη της.

Η νεότερη ιστορία

Εσωτερική άποψη

Η μονή ανακαινίστηκε τα έτη 1768 και 1858. Πάνω από την είσοδο του ξενώνα υπάρχει εντοιχισμένη επιγραφή, που αναφέρει ότι η μονή επισκευάστηκε και επεκτάθηκε επί Ηγουμενίας Ιερόθεο Δ’ Μητροφάνους (1885-1897 και 1900-1903) το έτος 1885, όταν το υπουργείο των Εκκλησιαστικών και Δημ. Εκπαιδεύσεως είχε αναλάβει ως υπουργός ο Αντώνιος Ζυγομαλάς.

Από τα τέλη του 18ου αιώνα άλλα κυρίως μετά το 1830 και τη δημιουργία του Νέου Ελληνικού Κράτους, οι Τούρκοι της περιοχής άρχισαν να πωλούν τις ιδιοκτησίες τους, μεγάλο μέρος των οποίων αγόρασε η Μονή Πεντέλης. Οι εκτάσεις γης που κατείχε η μονή παραχωρούνταν σε καλλιεργητές με την υποχρέωση της καταβολής του 1/3 στην Μονή. Το 1923 το κράτος εξαγόρασε κτήματα από την Μονή για να τα διανείμει σε αγρότες οι οποίοι μπορούσαν να το εξοφλήσουν σε βάθος χρόνου. Το 1931 στη μονή ανήκαν πάνω από 210.000 στρέμματα στην Αττική. Μόνο στην περιοχή Βουρβά των Σπάτων είχε 35.000 στρέμματα.

Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Πεντέλης κατά τα έτη 1945-1956 διετέλεσε ο Μικρασιάτης π. Ιάκωβος Μακρυγιάννης, μετέπειτα Μητροπολίτης Ελασσώνος.

Με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού το 2013 ξεκίνησαν εργασίες αποκατάστασης των κτηρίων και δημιουργίας εκθεσιακού κέντρου. Σήμερα η μονή έχει μετατρέψει το παλιό γηροκομείο που είχε τη μορφή ναού σε Μουσείο για την έκθεση των κειμηλίων της, διαθέτει Βιβλιοθήκη, ενώ στην ανατολική πλευρά της λειτουργεί από το 1969 το Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Καθηγούμενος είναι ο τιτουλάριος μητροπολίτης Θερμοπυλών Ιωάννης Σακελλαρίου. Σήμερα στο Μοναχολόγιο της Μονής είναι εγγεγραμμένοι 58 μοναχοί, 1 δόκιμος μοναχός και από αυτούς εγκαταβιώνουν εκεί οι 17.

Η μονή γιορτάζει την 15η (Κοίμηση της Θεοτόκου) και 16η Αυγούστου (μνήμη του κτήτορος Αγίου Τιμοθέου), καθώς και τη Δευτέρα της εορτής του Αγίου Πνεύματος.[2]

Το Καθολικό

Το καθολικό του μοναστηριού είναι ναός σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο και με μεταγενέστερες προσθήκες πήρε τη μορφή τρίκογχου, ακολουθώντας πρότυπα ναοδομίας του Αγίου Όρους. Ο ναός ανακαινίσθηκε, όπως και η μονή, το 1768 και το 1858, ενώ ριζικές επεμβάσεις έγιναν και το 1953. Οι τοιχογραφίες του ναού πιθανολογείται ότι έγιναν από τον αγιογράφο Δημήτριο Κακκαβά (1600-1635), ενώ ο Παντοκράτορας στον τρούλο είναι μεταγενέστερο έργο, γύρω στο 1750. Ο Φώτης Κόντογλου αγιογράφησε τις εικόνες του Ιερού Βήματος καθώς και αυτές του τέμπλου. Οι εικόνες του εξωνάρθηκα έγιναν από τον Ράλλη Κοψίδη (1971-1973). Καθαρισμός και συντήρηση των αγιογραφιών του ναού έγινε το 1971 και πάλι το 2015.

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021

Ιερά Μονή Πελαγίας (Γενεθλίου της Θεοτόκου)

 Πηγή:https://www.orchomenos.gr/ieroi-naoi/monh-pelagias/


Σε απόσταση 6,5 χλμ. από το 103ο χιλιόμετρο της Εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας και 4,5 χλμ από το Ακραίφνιο, είναι κτισμένη η Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου, που είναι γνωστή στην περιοχή της Βοιωτίας ως Μονή Πελαγίας. Βρίσκεται επί του Πτώου όρους σε υψόμετρο 551 μ. και σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου απο τη θέση Περδικόβρυση, όπου βρίσκονται τα ερείπια του ιερού του Πτώου Απόλλωνα. Σε έγγραφα του 1837 και 1843 που ευρίσκονται στα αρχεία του Κράτους (φάκ. 38) γράφεται ως "Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου της επιλεγομένης Πελαγίας".

Ιστορικά ακράδαντα στοιχεία, όπως επιγραφή, τοιχογραφίες, γραπτά, δεν έχουν βρεθεί. Όλες οι πληροφορίες που υπάρχουν προέρχονται από την παράδοση και παρουσιάζουν πολλές εκδοχές σχετικά με τον χρόνο ίδρυσης, ιδρυτή και ονομασία της Μονής.
Η παράδοση αναφέρει, αόριστα, ότι κτίστηκε κατά τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους ενώ κατ΄ άλλους τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι μέχρι το τέλος του 1ου μ.Χ. αιώνα λειτουργούσε ακόμη ο ναός του Πτώου Απόλλωνα και ότι, κατά την διέλευση του Παυσανία από το Ακραίφνιο το 175 μ.Χ. δεν είχε ακόμη διαδοθεί ο χριστιανισμός στην περιοχή, το πιθανότερο είναι να κτίστηκε τον 7ο αιώνα ή και αργότερα.
Μετά την κατάληψη και την λεηλασία των Θηβών από τους Νορμανδούς της Β’ Σταυροφορίας, Μητροπολίτης Θηβών έγινε ο Άγιος Ιωάννης ο Καλοκτένης (29 Απριλίου του 1147 μ.Χ.). Χωρίς να υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία, και κρίνοντας μόνο από τις πολύπλευρες δραστηριότητες του Αγίου στις οποίες περιλαμβάνονται η ίδρυση Μονών, Πτωχοκομείων, Γηροκομείων, Νοσοκομείων κλπ. εκτιμάται ότι συνέστησε και την Μονή πάνω στο προϋπάρχον εκκλησάκι, την οποία κατέστησε Μετόχι της μονής Σαγματά, έτσι ώστε να είναι πλησιέστερα στα κτήματα της Μονής στην περιοχή Σκροπονέρια. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν στοιχεία για να μας βοηθήσουν να παρακολουθήσουμε την όλη εξέλιξή της διά μέσου των αιώνων. Κατ΄ άλλους η Ιερά Μονή συστήθηκε τον 16ο-17ο αι., δύο αιώνες μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, οπότε παρατηρήθηκε μια σημαντική αύξηση των Μονών σε όλο τον Ελλαδικό χώρο. Χαρακτηριστικά, όμως, της τοιχοποιίας, όπως το πάχος, το κονίαμα και η ποιότητα της κατασκευής των κάτω ορόφων όλων των πτερύγων, μαρτυρούν για κτίσμα μάλλον του 12ου αιώνα.

Ο συγγραφέας του βιβλίου "Πελαγία" Αντώνιος Βασιλείου έχει συγκεντρώσει διάφορες παραδόσεις σχετικά με την ονομασία της Μονής.
Μια παράδοση είναι ότι κάποιος άγνωστος που είχε σχέσεις και δεσμούς με τη θάλασσα και τα επικίνδυνα ταξίδια ανήγειρε τη Μονή για να έχει την εύνοια της αγίας της Θαλάσσης - Πελάγους.
Μία άλλη παράδοση λέει ότι πήρε το όνομα της από κάποια Ρωμαία Πελαγία η οποία, αφού ασπάστηκε το χριστιανισμό, κατέφυγε εκεί και έκτισε ένα μικρό εκκλησάκι.

Κάποτε αυτή ταξίδευε με κατοίκους της περιοχής και ξαφνικά έγινε μεγάλη θαλασσοταραχή ώστε να κινδυνεύσει το σκάφος να βυθιστεί. Η Πελαγία γονάτισε και προσευχήθηκε να κοπάσει η θάλασσα, πράγμα που έγινε. Τότε όλοι οι συνταξιδιώτες πίστεψαν στο Χριστό και ανήγειραν στην περιοχή που ασκήτευε η Πελαγία ναΐσκο αφιερωμένο στο Γενέθλιο της Θεοτόκου, στη Μητέρα του Θεού που επεκαλείτο η Πελαγία στις προσευχές της. Έκτοτε η Πελαγία έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και αγάπης από τους κατοίκους της περιοχής τόσο ώστε επεκράτησε να λέγεται η Μονή της Πελαγίας.
Σύμφωνα με άλλη παράδοση τα πολύ παλιά χρόνια στο λεκανοπέδιο όπου βρίσκεται η Μονή υπήρχε μια λίμνη. Κάποτε η Παναγία εμφανίσθηκε στους ποιμένες της περιοχής και τους ζητούσε να ανασύρουν την εικόνα Της από το βυθό της λίμνης. Πράγματι οι ποιμένες βρήκαν την εικόνα της Παναγίας και όταν ανηγέρθη ο ναός ονομάσθηκε της "Πελαγίας" διότι η εικόνα βρέθηκε στο πέλαγος.

Άλλοι πάλι λένε ότι ονομάσθηκε Μονή Πελαγίας για να τονισθή το "πέλαγος της αγάπης" με το οποίο περιβάλλει η Μητέρα του Θεού τους ευσεβείς Χριστιανούς. Ο Γ. Τσεβάς στο βιβλίο του "Ιστορία των Θηβών" αναφέρει ότι μερικοί πιστεύουν πώς ονομάσθηκε Μονή Πελαγίας επειδή κείται στην πλαγιά του όρους και τούτο ίσως το στηρίζει στο ότι πολλοί ντόπιοι αποκαλούν ακόμα και σήμερα την Μονή Πλαγία αντί Πελαγία.
Ίσως πάλι με αυτό το όνομα να γίνεται και κάποια διάκριση μεταξύ των πολλών Μονών της Βοιωτίας που είναι αφιερωμένες στην Παναγία (Ευαγγελιστρίας, Ιερουσαλήμ, Μακαριωτίσσης, Σκριπούς, Πελαγίας).
Πάντως καμιά σχέση δεν φαίνεται να έχει η ονομασία της Μονής "Πελαγίας" με τις γνωστές Αγίες Πελαγίες. Εάν το Καθολικό ήταν αφιερωμένο σε κάποια από τις Οσίες Πελαγίες, δηλαδή της Τήνου (23 Ιουλίου) ή την από Εταιρίδων και την Οσία Πελαγία την Παρθένο (8 Οκτωβρίου) ή την Μάρτυρα Πελαγία (4 Μαΐου), η Ιερά Μονή θα πανηγύριζε τότε και όχι στο Γενέσιο της Θεοτόκου στις 8 Σεπτεμβρίου. Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι τα γειτονικά χωριά Ακραίφνιο και Κόκκινο πανηγυρίζουν την ίδια ημέρα και οι γυναίκες που φέρουν το όνομα Πελαγία εορτάζουν -κατά παράδοση- στις 8 Σεπτεμβρίου, γιορτή της Παναγίας.

Η ιερά Μονή φαίνεται ότι έπαιξε σπουδαίο ρόλο στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821. Τότε είχε πάνω από 50 μοναχούς και έλαβε ενεργό μέρος στον αγώνα στηρίζοντας ποικιλοτρόπως τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Υψηλάντη και του Ανδρούτσου. Ηγούμενος αυτά τα χρόνια ήταν ο ιερομόναχος Άνθιμος Γεωργίου από το Μουρίκι (1799-1843). Όταν μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, οι Βαυαροί το 1833 έκλεισαν με διάταγμα πάνω από 400 μοναστήρια η ιερά Μονή Πελαγίας κρίθηκε διατηρητέα, όπως φαίνεται σε έγγραφα που βρίσκονται στα αρχεία του Κράτους. Στην απογραφή που έγινε το 1837 υπηρετούσαν στη Μονή 7 μοναχοί και 7 υπηρέτες και φαίνεται να υπάρχουν μοναχοί από το 1786. Στην ίδια απογραφή καταγράφονται και τα όρια σε άδενδρη έκταση μετρούμενη σε πεζοπορία 2,30 ωρών προς κάθε κατεύθυνση. Επίσης, καταγράφονται μετόχια της Μονής στα Σέγγενα, κοντά στην Υλίκη, με εκκλησάκι των Ταξιαρχών, στα Σκροπονέρια, με εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, στη Λάρυμνα με εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, σπίτι και νερόμυλο και μετόχι στο Μαρτίνο.

Στις 20 Ιουλίου του 1868 όταν ηγούμενος ήταν ο Ιερώνυμος, ήρθε στη Μονή ο Αβέρκιος Καρύδης. Μετά από 4 χρόνια στις 24 Αυγούστου του 1872 γίνεται ο ίδιος ηγούμενος της Ιεράς Μονής. Από τότε άρχισε η μεγάλη άνθιση. Ο αριθμός των μοναχών επί των ημερών του έφθασε τους 60. Το 1899, με την βοήθεια και τη συμπαράσταση του μητροπολίτη Βοιωτίας Ιερώνυμου Βλαχάκη, άρχισε την ανακαίνιση της Μονής κτίζοντας “εκ θεμελίων” το καθολικό το οποίο είχε καταστραφεί από σεισμό ή πυρκαγιά, ανακαίνισε τα κελιά της νότιας πτέρυγας και το Ηγουμενείο. Στη θέση, λοιπόν, του προϋπάρχοντος ναού αποπερατώθηκε με ανοικοδόμηση το Καθολικό το 1906. Ναός πανύψηλος, επιβλητικός, σταυροειδής, με πελεκητή εξάπλευρη πέτρα αφιερωμένος στη Γέννηση της Θεοτόκου. Επίσης εγκατέστησε ελαιοτριβείο στα Σκροπονέρια και αλευρόμυλο στη Λάρυμνα καθιστώντας την Ιερά Μονή ανεξάρτητη από τη μονή Σαγματά.

Μετά τον θάνατο του Αβέρκιου το 1913, αρχίζει η παρακμή της μονής έτσι ώστε το 1928 να υπηρετούν μόνο τρεις μοναχοί με ηγούμενο τον ανιψιό του Αβέρκιου, Νικηφόρο. Το 1935 με Βασιλικό Διάταγμα έγινε πάλι μετόχι της ιεράς Μονής Σαγματά. Το 1936 στο περιοδικό «Ύπαιθρος» αναφέρεται ότι υπηρετούσε στην ιερά Μονή Πελαγίας κάποιος μοναχός με το όνομα Νικόδημος που προερχόταν από την ιερά Μονή Σαγματά και είχε εγκατασταθεί εκεί, για να την επιβλέπει σαν μετόχι της. Σύμφωνα με την μαρτυρία των Α. και T. Notton, το 1940 υπάρχει μόνο ένας μοναχός. Ίσως είναι ο ίδιος μοναχός που αναφέρεται παραπάνω.
Τις επόμενες δεκαετίες και μέχρι το 1968 στο μοναστήρι δεν υπάρχει κανείς μοναχός. Είναι τελείως εγκαταλειμμένο και ερειπωμένο. Η εκκλησία λειτουργεί μια φορά το χρόνο, όταν πανηγυρίζουν τα δύο χωριά Ακραίφνιο και Κόκκινο και περιστασιακά όταν κάποιος πιστός θέλει να ανοίξει την εκκλησία. Τα καλοκαίρια πολλοί κάτοικοι του Ακραιφνίου και του Κοκκίνου κατασκηνώνουν στον περιβάλλοντα χώρο της Μονής και κάνουν τις διακοπές τους. Πολλοί χρησιμοποιούν τα κελιά για την παραμονή τους και έτσι δίνουν ζωή στο μοναστήρι, διατηρούν την καθαριότητα και πολλές φορές κάνουν οι ίδιοι διάφορες μικροεπισκευές για τη στεγανότητα των σκεπών και των παραθύρων.

Τον Ιούλιο του 1968 έρχεται στο μοναστήρι η Λειβαδίτισα γερόντισσα Μακρίνα Τσιροπούλα (+2004). Με την συμπαράσταση του τότε Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας Νικόδημου (1967-1981) και της Ηγουμένης της ιεράς Μονής Ευαγγελίστριας Ανθούσης, καθώς και την αμέριστη βοήθεια των κατοίκων των κοινοτήτων Ακραιφνίου και Κοκκίνου, άρχισε μια μεγάλη προσπάθεια ανασυ- γκρότησης της σχεδόν ερειπωμένης Μονής. Με απίστευτη θέληση και θάρρος, σπάνιο για γυναίκα εντελώς μόνη σε έρημο περιβάλλον και μακριά από κατοικημένη περιοχή, με μόνο εφόδιο την πίστη στο θεό, παρέμεινε εκεί 19 ολόκληρα χρόνια και ανακαίνισε μεγάλο τμήμα των ερειπίων. Έκτισε τό παρεκκλήσι του Αγίου Αλεξίου ως κοιμητήριο, μετέτρεψε έναν αχυρώνα σε παρεκκλήσι της Αγίας Μάρτυρος Πελαγίας (που τιμάται στις 4 Μαΐου, έτσι ώστε οι άνθρωποι να προσκυνούν και κάποια Αγία Πελαγία), φρόντισε για τηλέφωνο, δρόμο κλπ.

Τον Ιούλιο του 1987, μια νέα αδελφότητα, αποτελούμενη από πολλές νέες και μορφωμένες μοναχές, με ηγουμένη την αειμακάριστη μοναχή Φωτεινή Ντέμου (10-12-2007), έχοντας τις ευχές του πρώην Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας και νυν Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμου και την συγκατάθεση της γερόντισσας Μακρίνας, εγκαταστάθηκε στη Μονή και συνέχισε την εξωράιση και τη ζωή της Μονής. Αποπερατώθηκε η ανατολική πτέρυγα με εσωτερικό εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, έγιναν έργα υποδομής στην αυλή, δημιουργήθηκαν καινούριοι χώροι, κτίρια, έγινε ηλεκτροδότηση και υδροδότηση, διάνοιξη καινούριου δρόμου, ανακαινίστηκε η βορεινή πτέρυγα και αγιογραφήθηκε το Καθολικό. Ύστερα από πολλές παρεμβάσεις τόσο στους εσωτερικούς όσο και στους εξωτερικούς χώρους, το μοναστήρι σήμερα εμφανίζει μια εντυπωσιακά επιβλητική όψη.

Σήμερα εγκαταβιώνουν στην Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου-Πελαγίας αρκετές μοναχές με ηγουμέν

 

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2021

Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Σαγματά


Η Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Σαγματά είναι ανδρική ορθόδοξη χριστιανική μονή στην περιοχή της Βοιωτίας. Βρίσκεται ανατολικά της Θήβας στις πλαγιές του Υπάτιου όρους, χτισμένη στην άκρη μίας απότομης χαράδρας. Από το σημείο που είναι χτισμένη διαθέτει πανοραμική θέα προς τον κάμπο της Θήβας. Η μονή προσεγγίζεται με μη ασφαλτοστρωμένο δρόμο που περνάει από το χωριό Ύπατο.Το όνομά της σημαίνει σαμάρι και πιθανόν πήρε την ονομασία της από το βουνό στο οποίο είναι χτισμένη και θυμίζει σαμάρι ή γιατί κατά το παρελθόν υπήρχε στο μοναστήρι καλόγερος κατασκευαστής σαμαριών.

Είναι αφιερωμένη στον Όσιο Κλήμη τον Αθηναίο, ο οποίος υπήρξε ο κτήτορας της μονής κατά τον 12ο αι. και η μνήμη του τιμάται στις 26 Ιανουαρίου και την 1η Μαΐου. Η μονή χτίστηκε πάνω στα ερείπια αρχαίου ναού αφιερωμένου στον Ύπατο Δία, δομικά υλικά από τον οποίο και χρησιμοποιήθηκαν στην ανέγερσή της. Χορηγός της μονής υπήρξε ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, ο οποίος της έδωσε πλούσια δώρα και ιδιαίτερα προνόμια. Κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής λεηλατήθηκε και ακολούθως παρήκμασε. Από τη δεκαετία του 1970 άρχισαν εργασίες αναστήλωσης.

Ένας ιδιαίτερος χώρος εντός του μοναστηριού είναι αφιερωμένος στον Άγιο Λουκά της Συμφερουπόλεως - Κριμαίας (1877-1961) και εκτίθενται προσωπικά του αντικείμενα και εικόνες του.


Στη μονή Σαγματά υπήρξε ηγούμενος (1971-1977) ο  Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμο

Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Λέχοβας

 Πηγή:https://kiato.gov.gr/moni-lexovas/  Η Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Λέχοβας είναι κτισμένη στην ανατολική πλευρά του βουνού Τιτάν ή Βέ...