Η Μονή Οσίου Σεραφείμ Δομβούς είναι ορθόδοξη χριστιανική μονή στην περιοχή της Βοιωτίας. Βρίσκεται στα δυτικά του νομού χτισμένη σε υψόμετρο 600 μέτρων στις πλαγιές του Ελικώνα,
στη δυτική πλευρά της ψηλότερης κορυφής του. Παρά το μεγάλο υψόμετρο
στο οποίο είναι χτισμένη, η μονή βρίσκεται πολύ κοντά στις ακτές του Κορινθιακού κόλπου. Από την θέση που βρίσκεται έχει θέα προς τον Κορινθιακό κόλπο και την κοντινή παραλία της Ζελίτσας.
Η πρόσβαση στην μονή γίνεται μόνο από χωματόδρομο και υπάρχουν τρεις εναλλακτικές διαδρομές που ξεκινούν από τα χωριά, Πρόδρομος, Κυριάκι μέσω της παραλίας της Ζελίτσας ή Ζάλτσας και Αγία Άννα.
Η τελευταία διαδρομή είναι και η δυσκολότερη, καθώς ο δρόμος περνάει
κοντά στην ψηλότερη κορυφή του Ελικώνα και στην συνέχεια κατηφορίζει
απότομα προς τη μονή.
Η Μονή χτίστηκε στα τέλη του 16ου με αρχές του 17ου αιώνα και
είναι αφιερωμένη στον Όσιο Σεραφείμ. Το καθολικό της είναι αφιερωμένο
στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος.
Το Μοναστήρι του Αγίου Ρηγίνου βρίσκεται 2 χλμ βορειοδυτικά της πόλης
της Σκοπέλου. Η Μονή κτίσθηκε πάνω στα ερείπια βυζαντινού ναού σύμφωνα
με επιγραφή το 1728. Στην αυλή του μοναστηριού υπάρχει ο τάφος του Αγίου
Ρηγίνου. Είναι μία μικρή σαρκοφάγος που χρονολογείται από τον 4ο αιώνα
μ.Χ.
Προς τιμή του Αγίου Ρηγίνου, οι κάτοικοι του νησιού Σκόπελος έκτισαν
παλαιοχριστιανικό ναό με μονή, στον λόφο όπου είχε ταφεί, όπως
αποδεικνύουν τα υπάρχοντα αρχιτεκτονικά μέλη του σημερινού ναού. Το
1728, η μονή ανακαινίστηκε από τον Ιερομόναχο Δωρόθεο με δαπάνη των
πιστών, σύμφωνα με λίθινη πλάκα (ύψους 34 και πλάτους 37 εκ.) που βρέθηκε παλαιότερα στην είσοδό της και σώζεται μέχρι σήμερα.
Το κείμενο της επιγραφής, σε πέντε στίχους, έχει ως εξής:
ΕΤΟΣ ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΟΥ 1728 / ΑΝΕΚΑΙΝΙΣΘΗ Η ΠΑΡΟΥΣΑ /
ΜΟΝΗ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΔΩΡ(Ο-) /
ΘΕΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΕ ΔΑΠ(Α-) / ΝΗΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός του ναού του 18ου αι. ήταν τύπου μονόκλιτης καμαροσκέπαστης βασιλικής, ενώ τα κελιά καταλάμβαναν τη Νοτιοδυτική γωνία του μοναστηριού, θέση στην οποία βρίσκονται ακόμη.
Στις 19 Δεκεμβρίου 1920, κατά την απογραφή του πληθυσμού της Ελλάδος, η Μονή είχε 4 κατοίκους – 2 άρρενες και 2 θήλεις. (Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Πληθυσμός του Βασιλείου της Ελλάδος - Απογραφή 1920. Σελίδα 93)
Τη δεκαετία του 1960, η μονόκλιτη βασιλική της μονής κατεδαφίστηκε
και ξεκίνησε η κατασκευή νέου σταυροειδή ναού μεγάλων διαστάσεων, που
εγκαινιάστηκε στις 9 Ιουλίου 1972. Στην περίκλειστη αυλή, Δυτικά του
ναού, βρίσκεται ο τάφος του Αγίου Ρηγίνου – μια λίθινη σαρκοφάγος η
οποία χρονολογείται τον 4ο αιώνα – και σε κοντινή απόσταση υπάρχει η κρήνη η οποία τροφοδοτούσε με νερό
τη μονή. Πίσω από το ναό βρίσκονται τεμάχια κιόνων προερχόμενα από
αρχαίο ναό δωρικού ρυθμού.
Χάρτης / Συντεταγμένες: 39°06′07.20″N23°43′10.10″E
Η Μονή του Αγίου Ρηγίνου βρίσκεται σε απόσταση 3,5 χιλ. από το κεντρικό
λιμάνι του νησιού, Νότια - Νοτιοδυτικά του οικισμού της Σκοπέλου. Ανήκει
στον ομώνυμο δήμο, ενώ το Δημοτικό Συμβούλιο ορίζει τα μέλη της
εκάστοτε Εκκλησιαστικής Επιτροπής.
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Ρηγίνος Επίσκοπος Σκοπέλου (4ος αιώνας) είναι ο προστάτης άγιος και πολιούχος της νήσου.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 25 Φεβρουαρίου, ημέρα του μαρτυρικού θανάτου του (το έτος 362) και είναι επίσημη αργία στη Σκόπελο.
Ο Άγιος Ρηγίνος ήταν Ελληνικής καταγωγής. Γεννήθηκε στη Λιβαδειά της Βοιωτίας περί τα τέλη του 3ου με αρχές του 4ου αιώνα.
Οι γονείς του ήταν ευσεβείς χριστιανοί, ενώ ο Επίσκοπος Λαρίσης
(μετέπειτα Άγιος Αχίλλιος), ο οποίος διακρίθηκε για τη φιλανθρωπική
δράση του,
υπήρξε συγγενής της οικογένειας. Μετά την πρώτη βασική μόρφωση στη
γενέτειρά του, ο Ρηγίνος ασχολήθηκε με τη Φιλοσοφία, τη Ρητορική και τη
Θεολογία, επιστήμες της εποχής εκείνης.
Στη Νίκαια της Βιθυνίας
Το 325, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄ συγκάλεσε την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο
στη Νίκαια της Βιθυνίας, με σκοπό την αποκατάσταση της ειρήνης στα
εκκλησιαστικά ζητήματα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο Ρηγίνος είχε την
τύχη να παραβρεθεί και να παρακολουθήσει τις εργασίες της συνόδου.
Συνόδευσε τους Επισκόπους Λαρίσης Αχίλλιο και Τρίκκης Διόδωρο.
Η σύνοδος διήρκεσε από τις 20 Μαΐου έως τις 25 Ιουλίου και υπήρξε
καταλυτική για τον Ρηγίνο, τόσο ως προς την εμπειρία όσο και ως προς
την απόκτηση περαιτέρω γνώσεων, μιας και αποτέλεσε το πρότυπο για τις
Οικουμενικές Συνόδους που θα ακολουθούσαν. Οι θεολογικού χαρακτήρα
αποφάσεις και εξελίξεις της συνόδου επηρέασαν για πολλά χρόνια την
Ανατολή. Σε εκείνη τη σύνοδο, επίσης, καταδικάστηκε επίσημα η διδασκαλία
του θεολόγου Αρείου, ενώ η θεολογική θέση της διδασκαλίας του (Αρειανισμός) κρίθηκε αιρετική.
Στη Σκόπελο
Τον 4ο
αιώνα, η ορθόδοξη πίστη στο νησί της Σκοπέλου κλονιζόταν από τις πλάνες
των αιρετικών και τη μανία των ειδωλολατρών. Ο Επίσκοπος Αχίλλιος
αποφάσισε να στείλει εκεί τον Ρηγίνο, με σκοπό να συμβάλλει στη στερέωση
της ορθόδοξης πίστης. Πράγματι, ο Ρηγίνος ανέσυρε από το σκοτάδι των
αιρέσεων τους κατοίκους, ενώ ταυτόχρονα ανέπτυξε φιλανθρωπική δράση. Για
την ευσέβεια και τον ενάρετο βίο του χειροτονήθηκε διάκονος και στη
συνέχεια πρεσβύτερος. Όταν κοιμήθηκε ο επίσκοπος Σκοπέλου, ο Ρηγίνος
έλαβε το βαθμό του επισκόπου.
Το 347 προσκλήθηκε και συμμετείχε στη Σύνοδο της Σαρδικής (σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας) , στην οποία συνήλθαν 300 Ορθόδοξοι αρχιερείς της Δυτικής Εκκλησίας και 76 αρχιερείς οπαδοί του Αρείου, της Ανατολικής Εκκλησίας. Ο Επίσκοπος Ρηγίνος διέπρεψε, ενώ με αγιογραφικές αποδείξεις κατατρόπωσε τους οπαδούς του Αρείου, οι οποίοι αποχώρησαν πριν τη λήξη των εργασιών. Ο Ρηγίνος επέστρεψε στη
Σκόπελο όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από το ποίμνιο του.
Την περίοδο της αυτοκρατορίας του Ιουλιανού του Παραβάτη (331-363) η ειρήνη της Εκκλησίας διασαλεύτηκε και πάλι και άρχισαν σφοδροί διωγμοί κατά των Χριστιανών.Μεταξύ των πρώτων που συνελήφθησαν ήταν ο Επίσκοπος Ρηγίνος, του οποίου η φήμη είχε φτάσει έως τη Βασιλεύουσα.
Ο ειδωλολάτρης έπαρχος της Ελλάδας πήγε στο νησί και προσπάθησε, με
υποσχέσεις και απειλές, να τον πείσει να αρνηθεί την πίστη του στον
Χριστό. Όταν είδε τη σταθερότητά του, διέταξε να βασανιστεί και να
φυλακιστεί. Στις 25 Φεβρουαρίου του έτους 362, ο Ρηγίνος οδηγήθηκε για
τελευταία φορά στον έπαρχο.
Αφού ομολόγησε και πάλι την πίστη του, με διαταγή του αξιωματούχου οι
δήμιοι τον τύφλωσαν και στη συνέχεια τον έσυραν στη θέση «Παλαιό Γεφύρι»
όπου και τον αποκεφάλισαν με ξίφος.Τη νύχτα, οι κάτοικοι πήραν κρυφά το νεκρό σώμα του Επισκόπου τους και
το έθαψαν σε ένα κοντινό λόφο, δίπλα σε μια πηγή και σε αρχαίο ναό
δωρικού ρυθμού.
Μετά τη μαρτυρική θυσία του, ο Επίσκοπος Ρηγίνος ανακηρύχθηκε άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αναγνωρίστηκε προστάτης και πολιούχος της Σκοπέλου.
Απ’ τους πρώτους που ασχολήθηκαν με τον Ρηγίνο, είναι ο πολυγραφότατος Σκοπελίτης μοναχός και λόγιος Καισάριος Δαπόντες (1713-1784), ο οποίος μεταξύ άλλων έγραψε το παρακάτω εγκώμιο:
Ο Δαπόντες είχε συντάξει και εκδώσει ακολουθία με τίτλο «Ακολουθία
του εν Αγίοις Πατρός ημών Ιερομάρτυρος Ρηγίνου Επισκόπου Σκοπέλου». Στη
συνέχεια ασχολήθηκε και ο Δουκάκης, στον οποίο έδωσε, το 1889, τον βίο
του αγίου σε χειρόγραφο ένας γέροντας ασκητής του Αγίου Όρους, ο Δαυίδ
Σπηλιώτης.
Το 1902, η τότε «Επιτροπή του Αγίου Ρηγίνου» στη Σκόπελο
επιμελήθηκε και επανέκδωσε το κείμενο της ακολουθίας που συνέταξε ο
Δαπόντες. Η ακολουθία τελείται κατά την αγρυπνία και την ημέρα της
εορτής του Αγίου.
Η περιοχή στο Παλαιό Γεφύρι, που θεωρείται ότι έλαβε χώρα ο
αποκεφαλισμός, ονομάζεται «Άγιος Ρηγινάκης» και υπάρχει εικονοστάσι που
φροντίζουν οι πιστοί και η εκάστοτε Εκκλησιαστική Επιτροπή. Εκεί,
τελείται δέηση την ημέρα της εορτής του Αγίου, στις 25 Φεβρουαρίου. Η
ημέρα αυτή της μνήμης του Ιερομάρτυρος, που είναι επίσημη αργία για τη
Σκόπελο, εορτάζεται με μεγαλοπρέπεια και πάνδημη συμμετοχή.
Πραγματοποιείται λιτανεία των ιερών λειψάνων και της εικόνας του Αγίου
από τη Μονή Του έως το Ναό της Γεννήσεως του Χριστού, όπου φυλάσσονται.
Το ανδρικό όνομα Ρηγίνος καθώς και το αντίστοιχο γυναικείο όνομα
Ρηγίνα απαντώνται συχνά στη νήσο Σκόπελο, μιας και οι κάτοικοι, θέλοντας
να τιμήσουν τον προστάτη τους άγιο, βαφτίζουν τα νήπια τους με το όνομά
Του.
Τα Ιερά Λείψανα
Το
1068, ο Γουλιέλμος ο Αγαθός της Σικελίας, ο οποίος έκανε επιδρομές στα
νησιά του Αιγαίου και μεταξύ άλλων συνέλεγε λείψανα Αγίων, πήρε τα
λείψανα του Αγίου Ρηγίνου από τη Σκόπελο και τα μετέφερε στην Κύπρο.
Το 1740 με φροντίδα της Γερουσίας Σκοπέλου εστάλη στην Κύπρο ο Χατζή
Κωνσταντίνος (ο οποίος αργότερα έγινε καλόγερος με το όνομα Καλλίνικος)
να πάρει το σκήνωμα. Δεν τα κατάφερε όμως και το μόνο που του έδωσαν
ήταν το χέρι του Αγίου, το οποίο μετέφερε στη Σκόπελο. Οι δημογέροντες
το εναπόθεσαν στη Μονή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και αργότερα στο
Ναό της Γεννήσεως του Χριστού, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα.
Στις 16 Οκτωβρίου 1999, μέρος των λειψάνων παραδόθηκαν στην Ιερά Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας από την Κύπρο, ενώ τα υπόλοιπα παρέμειναν στη Μεγαλόνησο.
Η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω είναι η σημαντικότερη Μονή στον νομό Πιερίας. Βρίσκεται στον Όλυμπο, σε υψόμετρο 900 μ. σε θέση φύσει οχυρή ανάμεσα σε δύο ρέματα και απέχει 18 χιλιόμετρα από το Λιτόχωρο.
Η Παλαιά Μονή ιδρύθηκε το 16ο αιώνα από τον Άγιο Διονύσιο εν Ολύμπω και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας σημείωσε οικονομική και πνευματική ακμή. Μετά το 1821 καταλήφθηκε από τον τουρκικό στρατό, πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε. Το 1943
ανατινάχθηκε από τους Ναζί επειδή στα κτήριά της κρύβονταν Έλληνες
αντάρτες. Έκτοτε μεταφέρθηκε στο Μετόχι της, κοντά στο Λιτόχωρο. Μέχρι
το 1928 το Μοναστήρι ήταν Σταυροπηγιακό, Πατριαρχικό υπό την δικαιοδοσία του Οικουμενικού θρόνου. Το 1928 υπήχθη στις Νέες Χώρες.
Σήμερα αναπτύσσει πνευματική και φιλανθρωπική δραστηριότητα, με
ολοήμερες εξομολογήσεις και πνευματικές διδαχές κάθε Κυριακή πρωί μετά
το τέλος της Θείας Λειτουργίας, όπως επίσης διαλόγους, συνέδρια και
ολονύκτιες αγρυπνίες. Πανηγυρίζει στις 23 Ιανουαρίου, που είναι και η ημέρα μνήμης του Αγίου Διονυσίου. Επίσης, στις 14 Σεπτεμβρίου τελείται η τοπική εορτή του Σταυρού, στην Παλαιά Μονή του Αγίου Διονυσίου.
Το μοναστήρι ιδρύθηκε από τον Άγιο Διονύσιο εν Ολύμπω γύρω στο 1542, επί Πατριάρχη Ιερεμία του Β' (1522-1546) και όταν ήταν Σουλτάνος ο Σουλεϊμάν Α' (1520-1566). Ο Άγιος, επιστρέφοντας από το Πήλιο,
έλαβε από τον Τούρκο Αγά της περιοχής την άδεια νά κτίσει ελεύθερα
μοναστήρι και μάλιστα του δόθηκε και η κυριότητα της περιοχής.
Ο Διονύσιος εν Ολύμπω έχτισε κελιά, παρεκκλήσια και μύλους ενώ
φρόντισε για τον εμπλουτισμό του μοναστηριού με κειμήλια, λείψανα αγίων,
εικόνες (ήταν ο ίδιος αγιογράφος), με βιβλιοθήκη πατερικών κειμένων και
έγραψε κανονισμούς για την ομαλή λειτουργία της Μονής. Σύντομα τον
ακολούθησαν στο Μοναστήρι πολλοί μοναχοί, καθώς η φήμη του Αγίου
εξαπλώθηκε με τα θαύματά του και τη λιτή χριστιανική ζωή του. Έπειτα από
35 χρόνια σχεδόν από την ίδρυση της Μονής, έχουμε γραπτή μαρτυρία για
την ακτινοβολία που εξέπεμπε σε επιστολή του Θεοδόσιου Ζυγομαλά προς το
Στέφανο Γκέρλαχ, καταδεικνύοντας τον εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό μοναχών που υπήρχαν στη μονή σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα από την ίδρυσή της.
Ο Άγιος Διονύσιος επιδόθηκε σε τριπλή εργασία μέχρι τον θάνατό
του. Έκανε περιοδείες στην ευρύτερη περιοχή του Ολύμπου, διδάσκοντας και
εξομολογώντας αλλά και στήριζε τον υπόδουλο ελληνισμό, ενθαρρύνοντας
την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Ο βιογράφος του Δαμασκηνός
Ρεντίνης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο Άγιος εργαζόταν για όλα αυτά.
Ο Όσιος απεβίωσε εκεί στις 23 Ιανουαρίου του 1541.
Τάφηκε στο αριστερό παρεκκλήσι του Καθολικού της Μονής, όπου σώζεται ο
τάφος του μέχρι και σήμερα. Αποτελεί πόλο έλξης για χιλιάδες προσκυνητές
κάθε χρόνο.
Διεθνής ακτινοβολία
Μετά
την αποδημία εις Κύριον του Διονυσίου, η φήμη του Μοναστηριού ξεπέρασε
τα όρια της Θεσσαλίας και Μακεδονίας και έφτασε μέχρι και τη Ρωσία. Αυτό φαίνεται από σωζόμενη στη Μονή επιστολή των Αυτοκρατόρων της Ρωσίας με χρονολογία 13 Ιουνίου 1692,
με την οποία επιτρέπεται στους Μοναχούς του Ολύμπου να περιφέρουν την
κάρα του Αγίου Διονυσίου στη Ρωσία. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι
πολλά μοναστήρια και ναοί στη Βόρεια Ήπειρο κοσμούνται με αγιογραφίες,
έργα των αγιογράφων-μοναχών του Ολύμπου. Μερικά αφιερώματα στο
σκευοφυλάκιο της Μονής φέρουν ρουμανικές επιγραφές, που δείχνει ότι και
στην τότε Μολδοβλαχία είχε απλωθεί η φήμη της Μονής.
Καταστροφές και λεηλασίες
Το
μοναστήρι δέχθηκε την οργή των Τουρκαλβανών του Αλή Πασά αλλά και των
Τούρκων και Γερμανών αργότερα. Οι πολλές πυργκαγιές και καταστροφές που
υπέστη η μονή έχουν καταστήσει άγνωστη την ιστορία της το 17ο και 18ο
αιώνα.
Το 1790-91 κάηκε από πυρκαγιά, όπως αναφέρεται στην αλληλογραφία
των πατέρων της Μονής με τον επίσκοπο Καμπανίας Θεόφιλο, αδελφό
διατελέσαντα της Μονής του 'Ολύμπου και καυχώμενον δια τον τίτλο του "
Ώλυμπίτου". Την περίοδο της Επανάστασης του 1821 η Μονή πυρπολήθηκε από τους Τούρκους, όπως μνημονεύει ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος.
Από τις πυρκαγιές αυτές καταστράφηκε το μεγαλύτερο μέρος της
βιβλιοθήκης, των κειμηλίων και των υπαρχόντων στη Μονή. Πολλά από αυτά
τα έκαψαν οι ίδιοι οι μοναχοί από το φόβο τους το 1878 κατά την Επανάσταση του Ολύμπου.
Το μοναστήρι από πολύ παλιά αποτέλεσε κέντρο όλων των κλεφτών και
αρματολών του Ολύμπου, αλλά και την έδρα των επαναστατικών κυβερνήσεων,
κατά το 1821, 1828 και 1878. Κατά την εξέγερση του 1878, στη μονή
κατέφυγαν τα γυναικόπαιδα από το Λιτόχωρο και μεγάλη ήταν η βοήθειά της
στον αγώνα για την Απελευθέρωση, στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο (1897) και
επίσης κατά το Μακεδονικό Αγώνα.
Στη Μονή διεξήχθη στις 15 Ιουνίου 1936 και το Πρώτο Πανελλήνιο
Ορειβατικό Συνέδριο, με επίσημο προσκεκλημένο τον επίτιμο πρόεδρο του Ελληνικού Ορειβατικού Συνδέσμου, Διάδοχο Παύλο.
Στα χρόνια της Ναζιστικής κατοχής, το μοναστήρι δέχθηκε το
τελευταίο πλήγμα με τον βομβαρδισμό του από τους Γερμανούς και την
ανατίναξη των κτηρίων του (διασώθηκε μόνο το ηγουμενείο), επειδή σε αυτά
είχαν καταφύγει αντάρτες. Έπειτα μεταφέρθηκε στο Μετόχι ή Σκάλα, που
υπάρχει από το 18ο αιώνα, κοντά στο Λιτόχωρο. Το εν λόγω Μετόχι αναφέρεται σε σιγγίλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1753.
Σήμερα το Μοναστήρι λειτουργεί ως ανδρώα κοινοβιακή Μονή με καθηγούμενο τον Αρχιμανδρίτη Μάξιμο Κυρίτση και με 24 μοναχούς.
Μέσα στο μοναστήρι, σε πρόσφατα ανακαινισμένο κτήριο του 1860 λειτουργεί και το νέο σκευοφυλάκιο (Εκκλησιαστικό Βυζαντινό Μουσείο), το οποίο εγκαινιάστηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, στις 29 Μαΐου1999.
Σε αυτό φυλάσσονται εκκλησιαστικά κειμήλια μεγάλης καλλιτεχνικής και
ιστορικής αξίας. Ενδεικτικά αναφέρονται εικόνες του 15ου-19ου αιώνα,
πατριαρχικά σιγγίλια, κεντητά άμφια, πατριαρχικοί σταυροί, τμήμα Τιμίου
Ξύλου, άγια λείψανα και παλαιά χειρόγραφα. Από αυτά γνωρίζουμε σήμερα
πολλά στοιχεία για την Ιστορία της Μονής.
Η Μονή προσπαθεί και ακολουθεί σχεδόν κατά γράμμα το αγιορείτικο
τυπικό και οι γυναίκες εκκλησιάζονται στο εξωτερικό καθολικό της Μονής
(γιατί η Μονή διατηρεί το άβατο).
Κοντά στη σημερινή θέση της Μονής Αγίου Διονυσίου βρίσκεται η
τοποθεσία Μύλοι, που έλαβε την ονομασία της από το νερόμυλο, ο οποίος
είναι ακόμα σε λειτουργία και έχει διαμορφωθεί σε χώρο αναψυχής.
Η σημερινή μονή της Αγίας Ειρήνης στη
Λυκόβρυση Αττικής ιδρύθηκε το 1930 κατόπιν υπόδειξης της Αγίας και εκεί
βρίσκεται η θαυματουργή εικόνα της. Με την Αγία συνδέονται πολλά
θαύματα, κυρίως σε προβλήματα γονιμότητας, όπως μαρτυρούν και τα παιδιά
που φέρουν το χαρακτηριστικό όνομα «Χρυσοβαλάντης» και ο εορτασμός της
γίνεται στις 28 Ιουλίου. Ξεκίνησε τη λειτουργία της ως γυναικεία Ιερά
Μονή και λειτουργεί με το παλαιό ημερολόγιο. Τις τελευταίες δεκαετίες
έχει μετατραπεί σε μοναστήρι υψηλής βυζαντινής αρχιτεκτονικής, το οποίο
έχει ξεφύγει από τα στενά όρια της περιοχής.
Μπαίνοντας στην μεγάλη αυλή αισθάνεσαι αμέσως την ηρεμία που
επικρατεί στον χώρο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η μονή της Αγίας
Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου αποτελεί έναν από τους πιο δημοφιλείς
θρησκευτικούς προορισμούς της Ελλάδας.
Πλήθος κόσμου από όλο τον κόσμο το επισκέπτονται καθημερινά για να
προσευχηθούν ή να εκπληρώσουν κάποιο τάμα. Κάτι που μαρτυράται και από
την γεμάτη τάματα θαυματουργή εικόνας της Αγίας που βρίσκεται στο
εσωτερικό της μονής, αλλά και από τις ιστορίες που ακούς από τους
επισκέπτες όταν διηγούνται το δικό τους θαύμα.
Ένας μικρός, ζεστός χώρος φιλοξενεί την θαυματουργή εικόνα της Αγίας
Ειρήνης που βρίσκεται σε ένα μικρότερο εκκλησάκι το οποίο «επικοινωνεί»
με τον υπόλοιπο χώρο. Στον περίβολο της μονής υπάρχει το αγίασμα με το
πανέμορφο ψηφιδωτό.
Η Οσία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, Ηγουμένη της Μονής
Κατά το δεύτερο μισό του 9ου και τις αρχές του 10ου αιώνα, η Αγία
Ειρήνη Χρυσοβαλάντου χειροτονήθηκε μοναχή σε ηλικία περίπου 15 ετών και
έξι χρόνια αργότερα έγινε Ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου με τη φήμη
της για τα θαύματα της να εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο.
Στην εικόνα η αγία απεικονίζεται με το ένδυμα της ηγουμένης να
κρατάει στο δεξί χέρι της τα τρία θεόσταλτα μήλα, ενώ το κυπαρίσσι
λυγίζει προσκυνώντας την κάθε φορά που προσευχόταν.
Η Αγία κοιμήθηκε σε ηλικία 104 χρόνων και τιμάται ως Οσία από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η μονή της Οσίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου χτίστηκε το 1930 κατόπιν υπόδειξης της Αγίας.
Το μοναστήρι ακολουθεί το παλαιό Ημερολόγιο, το λεγόμενο Ιουλιανό, το
οποίο διαφέρει κατά 13 ημέρες (νωρίτερα) από το Γρηγοριανό που
χρησιμοποιείται σήμερα στον Δυτικό Κόσμο.
Η Μονή έχει πολλά δωμάτια για τους επισκέπτες που θέλουν να
διανυκτερεύσουν. Υπάρχει ξεχωριστή πτέρυγα για άνδρες και για γυναίκες. Η
διαμονή είναι δυνατή όλο το χρόνο, εκτός από τον μήνα που γιορτάζει η
Οσία Ειρήνη, στις 28 Ιουλίου.